espa 2020 Αλλεργία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος | Nutrilife

Αλλεργία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος | Nutrilife

baby-scaled-e1647202726999-1280x1539.jpg

Η αλλεργία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος είναι μια παλιά ιστορία στην οποία όμως έρχονται να προστεθούν νέα δεδομένα.

Το αγελαδινό γάλα αποτελεί για αναρίθμητες γενιές βασική τροφή για τα παιδιά καθώς περιέχει σημαντική ποσότητα πρωτεϊνών, ασβεστίου, βιταμίνης Α και βιταμινών του συμπλέγματος Β. Ωστόσο, το ανοσοποιητικό σύστημα ορισμένων νεογνών φαίνεται να αντιδρά όταν έρχεται σε επαφή με τις πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος (καζεΐνη, άλφα-λακταλβουμίνη και βήτα-λακτοσφαιρίνη). Πρόκειται για τη λεγόμενη αλλεργία στην πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος, η οποία είναι η πιο συχνή αλλεργική αντίδραση σε βρέφη και παιδιά. Αποτελεί μια ιδιαίτερα αγχωτική κατάσταση για τους νέους γονείς καθώς μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα ζωής και ανάπτυξης του νεογνού εάν δεν διαγνωστεί έγκαιρα και δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα.

Η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα εμφανίζεται μέσα στους πρώτους λίγους μήνες της ζωής και συνήθως πριν τον 6ο μήνα, με τα συμπτώματα να ποικίλουν από απλή διάρροια, κολικούς ή εμετούς έως και έκζεμα, κνίδωση και επικίνδυνη αναφυλαξία.

Η διάγνωση γίνεται μετά από σειρά εξετάσεων, καθώς είναι απαραίτητο να διαχωριστεί από την πιο ήπια δυσανεξία στην πρωτεΐνη του γάλακτος ή τη δυσανεξία στην λακτόζη (του κύριου υδατάνθρακα του γάλακτος). Ο διαχωρισμός των καταστάσεων αυτών είναι σημαντικός, καθώς είναι διαφορετική η βαρύτητα και η αντιμετώπιση τους.

Για τα βρέφη που θηλάζουν

Με τη διάγνωση της αλλεργίας στο αγελαδινό γάλα, η αντιμετώπιση είναι ο αποκλεισμός του από τη διατροφή του βρέφους. Στην περίπτωση που το βρέφος θηλάζει, ο αποκλεισμός του γάλακτος και όλων των προϊόντων που περιέχουν γάλα ή πρωτεΐνες του,  θα πρέπει να γίνεται από τη μητέρα, με ταυτόχρονη όμως αναπλήρωση των βασικών συστατικών του (πρωτεΐνες, ασβέστιο) από εναλλακτικές πηγές τροφίμων ή συμπληρωμάτων.

Για τα βρέφη που δεν θηλάζουν

Σε αυτή την περίπτωση, οι επιλογές είναι τα ειδικά υποαλλεργικά γάλατα τα οποία περιέχουν μερικώς ή πλήρως υδρολυμένη πρωτεΐνη (τα μικρότερα μόρια των πρωτεϊνών δεν διεγείρουν στον ίδιο βαθμό το ανοσοποιητικό σύστημα.)

Τα γάλατα με βάση την πρωτεΐνη σόγιας δεν συστήνονται για βρέφη κάτω των 6 μηνών από πολλές Ευρωπαϊκές και Αμερικανικές εταιρίες Αλλεργιολόγων, ενώ γάλατα που περιέχουν φυτικής προέλευσης πρωτεΐνες (π.χ. ρυζιού, αμυγδάλου, βρώμης) δεν κρίνονται ως διατροφικά επαρκή.

Μεγαλώνοντας το παιδί και όταν πλέον τα ειδικά αυτά γάλατα δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του (αν προσθέσει κανείς και το υψηλό τους κόστος) η διατροφή τους θα πρέπει να διαμορφώνεται κατάλληλα, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή τους ανάπτυξη, αλλά και η γευστική τους ικανοποίηση.

Η πρόγνωση της αλλεργίας στο αγελαδινό γάλα είναι γενικά καλή. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN), το 50% των παιδιών αναπτύσσει ανοχή μέχρι την ηλικία του 1 έτους, το 75% μέχρι την ηλικία των 3 ετών και το 90% αναπτύσσει ανοχή μέχρι τα 6 έτη.

 

Υπάρχει τρόπος να προστατευτούν τα βρέφη από αυτή την κατάσταση;

Η αλλεργία στην πρωτεΐνη το αγελαδινού γάλακτος, αν και ως ένα βαθμό χαρακτηρίζεται από γενετική προδιάθεση, δεν παύει να επηρεάζεται και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανασκόπηση, η πρόληψη ξεκινά ήδη από την προγεννητική περίοδο. Προστατευτικά λειτουργούν η αυξημένη κατανάλωση γάλακτος από την μητέρα, η αποφυγή του καπνίσματος και της λήψης αντιβιοτικών καθώς και η ποικιλομορφία της δίαιτας, ενώ νεότερες μελέτες εξετάζουν τη σημασία της αυξημένης λήψης ω-3 λιπαρών οξέων, πρεβιοτικών και προβιοτικών από τη μητέρα.

Σημαντικός προστατευτικός παράγοντας είναι φυσιολογικός τοκετός καθώς αποδεδειγμένα ενισχύει την εντερική χλωρίδα και άμυνα του βρέφους, ενώ φυσικά, παραμένει κορυφαία και σταθερή, η σύσταση για αποκλειστικό μητρικό θηλασμό κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατόν, κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι για τα βρέφη υψηλού κινδύνου, η αποφυγή πρόσληψης των συνηθισμένων βρεφικών γαλάτων τις 3 πρώτες ημέρες της ζωής και στη συνέχεια η πρόσληψη μικρής ποσότητας από τα γάλατα αυτά,  παράλληλα με τη λήψη του ειδικού γάλακτος κατά τους πρώτους 2 μήνες, βοηθά στην απευαισθητοποίηση του ανοσοποιητικού τους συστήματος.

Πολλές έρευνες επίσης εξετάζουν τα οφέλη της προσθήκης διαφόρων συνδυασμών πρεβιοτικών (π.χ. φρουκτο-  και γαλακτοολιγοσακχαρίτες) και προβιοτικών (ιδιαίτερα LactobacillusGG) στα ειδικά βρεφικά γάλατα, με στόχο την ενίσχυση του εντερικού τους μικροβιώματος και την ελάττωση του κινδύνου ανάπτυξης τροφικών αλλεργιών γενικότερα.

Τέλος, παραμένει η σύσταση για πρώιμη εισαγωγή στερεάς τροφής στον 6ο μήνα ή και νωρίτερα εάν το βρέφος είναι έτοιμο (αλλά όχι πριν τον 4ο μήνα), καθώς η πρώιμη αυτή έκθεση σε διαφορετικές τροφές, φαίνεται επίσης να ενισχύει περαιτέρω τον εντερικό φραγμό, ενισχύοντας παράλληλα την γενική ανοσία.

Είναι φανερό λοιπόν, ότι η σωστή διατροφική ενημέρωση και διατροφική συμπεριφορά της μητέρας, καθώς και η στενή συνεργασία με τον παιδίατρο και τον διαιτολόγο για την εξατομικευμένη αντιμετώπιση του κάθε ζεύγους μητέρας-βρέφους, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό ώστε λιγότερα βρέφη και οι οικογένειές τους να ταλαιπωρούνται από την κατάσταση αυτή, τους πρώτους σημαντικούς μήνες της ζωής τους.